- ἀνάριστος
- ἀνάριστοςdinnerlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάριστος — ἀνάριστος, ον (Α) ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άριστον «πρωινό». ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ] … Dictionary of Greek
ἀνάριστον — ἀνάριστος dinnerless masc/fem acc sg ἀνάριστος dinnerless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίστους — ἀνάριστος dinnerless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναρίστων — ἀνάριστος dinnerless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάριστοι — ἀνάριστος dinnerless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναριστία — ἀναριστία, η (Α) [ανάριστος] το να μην τρώει κανείς πρόγευμα, έλλειψη προγεύματος … Dictionary of Greek
αναριστώ — ἀναριστῶ ( έω) (Α) [ανάριστος] δεν τρώω, δεν παίρνω πρόγευμα … Dictionary of Greek